- ἐπηκόῳ
- ἐπήκοοςlisteningmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπηκόω — ἐπήκοος listening masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπήκοος listening masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπηκοόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπηκοόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήκοος — ον (AM ἐπήκοος, ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, ον) φρ. «εἰς ἐπήκοον» σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.) 2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις… … Dictionary of Greek